
διακαής ο πόθος σου ...
Έμαθες να θάβεις του νου τις πεθυμιές
Άσφαλτος τόνων και βαραίνουν την ζήση των αισθήσεων
Διακονιάρης στην φιλία τάχθηκες…
όμως, όμως...
στου έρωτα την δίνη φοβάσαι να αφεθείς…
Στρατονόμο φύλακα να σε διαφεντεύει …και κουρνιάζεις
Σε δυο ξύλινες βάρκες ισορροπείς
που πλέουν σε θάλασσα αγριεμένη....
Στο λογικό και το παράλογο σχοινοβάτης, η αιώρηση στο κενό ....
τ ΄άβατο της ψυχής σιαγώνες ανοίγει
σε καταπίνει.... κι αυτόβουλος θαρρείς πως είσαι
με αντιστάσεις άμυνας μηδενικές….
Έλος και λίμνη αποχρωματισμένης οξυγόνου
σκιά στην βροχή χωρίς κορμί…πορεύεσαι
Εθελουσία τρέλα…
εθελοντής φρενοβλαβής κι η λήθη Των Κήρων ανύπαρκτη παραπαίει,
σε κάθε κύτταρο καρκινικής υφής, αφής κι ουσίας….
Φυσάς πνοή, σφάζεις πλευρό της μοναξιάς
και στην Εδεμ το κατοικείς…. κι εκεί θαρρείς το κανακεύεις
Άμοιρος κι έμ-πυρος πορεύεσαι με γνώση ξένη
Φιλόξενος μόνο , σε φωτιά και πικρή αλμύρα,
άκρατη κι αδέσποτη αγκαλιά ανοίγεις ....
φλεγόμενος κι απόμερος ακροβατείς σαρκάζοντας Εκείνον
τον βαρκάρη του Αχέροντα!...
Φλερτάρεις τις σειρήνες του και πορεύεσαι…. ματαίως
Μικρός ασήμαντος μα Μέγας στην δική σου υπέρτατη αμφίδρομη γνώση
"του ίσου και του άνισου εντός πολέμου" !!!
Κι αγρίμια φωνάζεις,
που τρέχουν να κρυφτούν σε σκοτεινά λαγούμια…
Εις μάτην..